- λιμοκοντόρος
- ο1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος»)το δίδραχμο).[ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης < λιμός + κόντης «κόμης», κατά τα κανταδόρος, σουλατσαδόρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. λιμοκόντης + ντοτόρος].
Dictionary of Greek. 2013.