λιμοκοντόρος

λιμοκοντόρος
ο
1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση
2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος»)
το δίδραχμο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης < λιμός + κόντης «κόμης», κατά τα κανταδόρος, σουλατσαδόρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. λιμοκόντης + ντοτόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιμοκοντόρος — ο φτωχός νέος που ντύνεται κομψά και επιδεικτικά: Οι γονείς της δε θέλουν για γαμπρό τους αυτόν το λιμοκοντόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • τζιτζιφιόγκος — ο, Ν λιμοκοντόρος, κομψευόμενος άνδρας …   Dictionary of Greek

  • Κόλμαν, Τζορτζ — (George Colman, 1732 – 1794). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη. Το πρώτο του θεατρικό έργο, Λιμοκοντόρος, παρουσιάστηκε αρχικά το 1760, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν τα Ζηλότυπη σύζυγος και Κρυφός Γάμος – το… …   Dictionary of Greek

  • τζιτζιφιόγκος — ο λιμοκοντόρος, κομψευόμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”